dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gestalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausprägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausbilden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich herausbilden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verformen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gestalt annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entstehen
Ⓦ
Ⓖ
…