dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διάβασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάβασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lektüre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάβασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάβασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Segensspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)