dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schrittmacher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Herzschrittmacher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pacemaker
Ⓦ
Ⓖ
…