dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δέσμευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δεσμευτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποχρέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…