dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συντρίβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niederschmettern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συντρίβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vernichten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συντρίβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerschmettern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συντρίβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zertrümmern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)