dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ιμπρεσιονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Impressionismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιμπρεσιονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Impressionismus
Ⓦ
Ⓖ
…