dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εντυπωσιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
imponieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)