dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χασίς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Cannabis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χασίς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hasch
Ⓦ
Ⓖ
…
χασίς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haschisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)