dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wichsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Quatsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Scheiß
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unfug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwachsinn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stuss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαλακία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unsinn
Ⓦ
Ⓖ
…