dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σκανδάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abzug
Ⓦ
Ⓖ
…
σκανδάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hahn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σκανδάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auslöser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σκανδάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Drücker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σκανδάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Trigger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)