dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aorist
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbestimmt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unbestimmte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
unbestimmte Zeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)