dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πηγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Quelle
Ⓦ
Ⓖ
…
πηγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Brunnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πηγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ursprung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πηγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fontäne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πηγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fundgrube
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)