dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
στερέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befestigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στερέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Festigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στερέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στερέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fixierung
Ⓦ
Ⓖ
…