dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακουμπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εδράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκπλήσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολοβώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κορφολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουτσουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαφνιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
ποδοσφαιρικές κάλτσες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στυλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποβαστάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)