dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlapp
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergriffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausverkauft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
marode
Ⓦ
Ⓖ
…