dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
moderig riechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
morsch werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfaulen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermodern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwesen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)