dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αθλητισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sport
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σπορ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sport
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
άθλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sport
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
αθλοπαιδιές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sport
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)