dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fügung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umstände
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)