dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kotzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
speien
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich übergeben
Ⓦ
Ⓖ
…