dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neidisch sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζηλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neidisch sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσυνερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neidisch sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neidisch sein
Ⓦ
Ⓖ
…