dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σίγουρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σίγουρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treffsicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)