dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
größer werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergrößern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwachsen werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
groß werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
großziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höher werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdichten
Ⓦ
Ⓖ
…