dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τούμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salto
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τούμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hügel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τούμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Purzelbaum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τούμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τούμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tuba
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
τουμπανιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschwellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τουμπανιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschwellen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τουμπανιάζω στο ξύλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Abreibung verpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τούμπανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
geschwollenes Ding
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τουμπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich überschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τούμπανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trommel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τουμπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überreden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τουμπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkippen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τουμπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umstürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τουμπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τουμπανιάζω στο ξύλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verprügeln
Ⓦ
Ⓖ
…