dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktional
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
λειτουργική …
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktional …
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λειτουργική έκπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
funktionaler Ausfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λειτουργικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Funktionalität
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πολυλειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multifunktional
Ⓦ
Ⓖ
…