dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ρομάντζο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwärmerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρομάντζο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebesroman
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρομάντζο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Romanze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρομάντζο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebesgeschichte
Ⓦ
Ⓖ
…