dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häuslich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σπιτίσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häuslich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häuslich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)