dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποφυλακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
enthaften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφυλακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freigeben
Ⓦ
Ⓖ
…