dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trennwand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scheidewand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
abgetrennte Bereich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trennung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fach
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)