dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorurteilsfrei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugänglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchlässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geöffnet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)