dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαϊδεύω ερωτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell berühren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαϊδεύω ερωτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fummeln
Ⓦ
Ⓖ
…