dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αναισθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anästhetikum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναισθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Betäubungsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αναισθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Narkosemittel
Ⓦ
Ⓖ
…