dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konstant
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beständig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fix
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
solide
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stabil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ruhig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
standhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stetig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treu
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fix-
Ⓦ
Ⓖ
…