dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Μακροχρόνιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dauerbrenner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μακροχρόνιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dauerbrenner
Ⓦ
Ⓖ
…