dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
καλλιεργητική περίοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anbauperiode
Ⓦ
Ⓖ
…