dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βάζω σε λειτουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Betrieb nehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω σε λειτουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω σε λειτουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Betrieb setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω σε λειτουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
starten
Ⓦ
Ⓖ
…