dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διασκεδάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψυχαγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)