dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Profit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gewinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gunst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
όφελος χρήσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gebrauchsvorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παιδαγωγικό όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lerneffekt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κοινωνικό όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sozialleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιουσιακό όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vermögensvorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Πρόθεση
προς όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugunsten
Ⓦ
Ⓖ
…