dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
γάϊδουρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hausesel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γάϊδουρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Esel
Ⓦ
Ⓖ
…