dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
σταδιακά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrittweise
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
βήμα βήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrittweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σταδιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrittweise
Ⓦ
Ⓖ
…