dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υψηλή τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hochspannung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
καλώδιο υψηλής τάσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hochspannungskabel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γραμμή υψηλής τάσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hochspannungsleitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πυλώνας υψηλής τάσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hochspannungsmast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεύμα υψηλής τάσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hochspannungsstrom
Ⓦ
Ⓖ
…