dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erneuern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
renovieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
adaptieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufpolieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
instandsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
restaurieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακαινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkrempeln
Ⓦ
Ⓖ
…