dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ναύλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Charterung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ναύλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befrachtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ναύλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Chartern
Ⓦ
Ⓖ
…