dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
στοργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zart
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στοργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebevoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στοργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zärtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στοργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebend
Ⓦ
Ⓖ
…