dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαπίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feststellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαπίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Festlegung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαπίστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befund
Ⓦ
Ⓖ
…