dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ιταλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Italien
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
τα
γεννητικά όργανα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genitalien
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
Ιταλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Italiener
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
Ιταλίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Italienerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιταλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
italienisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
ιταλικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Italienisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Ιταλικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Italienisch
Ⓦ
Ⓖ
…