dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοξείδωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rostfrei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοξείδωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht rostend
Ⓦ
Ⓖ
…