dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absurd
Ⓦ
Ⓖ
…
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lächerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aberwitzig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hanebüchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irrational
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
paradox
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwachsinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sinnwidrig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unlogisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unvernünftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unsinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
töricht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)