dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ökonomisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)