dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συγκεντρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύσπαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συστέλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)