dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μουρμουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maulen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μουρμουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μουρμουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murren
Ⓦ
Ⓖ
…